- κιονοστάτης
- οκιονόβαθρο*.[ΕΤΥΜΟΛ. < κίων + -στάτης < θ. στα- (πρβλ. ἐ-στά-θην, παθ. αόρ. τού ἵστημι), πρβλ. υδρο-στάτης, φανο-στάτης. Η λ. μαρτυρείται από το 1895 στο Λεξικόν στρατιωτικών όρων τού Αντώνιου Ηπίτη].
Dictionary of Greek. 2013.